Ετυμολογία

επεξεργασία
βαθμός συγγένειας < → δείτε τις λέξεις βαθμός και συγγένεια

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

βαθμός συγγένειας αρσενικό

  • (νομικός όρος) μέτρο διάκρισης της σχέσης προσώπων (συγγενών) εξ αίματος, ή εξ αγχιστείας
    ⮡  οι γονείς με τα παιδιά έχουν μεταξύ τους συγγένεια πρώτου βαθμού
    ⮡  οι παππούδες με τα εγγόνια έχουν μεταξύ τους συγγένεια δεύτερου βαθμού
    ⮡  τρίτου βαθμού συγγένειας

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία