Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσθετικός η προσθετική το προσθετικό
      γενική του προσθετικού της προσθετικής του προσθετικού
    αιτιατική τον προσθετικό την προσθετική το προσθετικό
     κλητική προσθετικέ προσθετική προσθετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσθετικοί οι προσθετικές τα προσθετικά
      γενική των προσθετικών των προσθετικών των προσθετικών
    αιτιατική τους προσθετικούς τις προσθετικές τα προσθετικά
     κλητική προσθετικοί προσθετικές προσθετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσθετικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

προσθετικός

  1. αυτός που σχετίζεται με, αφορά την ή είναι αποτέλεσμα πρόσθεσης
    • Η δε(σ)οξυριβόζη είναι υδατάνθρακας (πεντόζη), με τύπο C5Η10Ο7, που αποτελεί προϊόν αναγωγής της ριβόζης, με αντικατάσταση μιας αλκοολικής ομάδας με μία μεθυλενική. Βρίσκεται στην προσθετική ομάδα ορισμένων νουκλεοπρωτεϊνών και αποτελεί μέρος του δεοξυριβονουκλεϊνικού οξέος (βλ. λ.). Είναι σώμα κρυσταλλικό, με μοριακό βάρος 134,1 και σημείο τήξης 78-82°C.[1]
  2. για έξτρα συστατικό ή προσθετικό μέλος


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία