fully fledged
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαfully fledged (en) (βρετανικά αγγλικά)
- κανονικός, πλήρως ανεπτυγμένος
- ⮡ Now he is a fully fledged lawyer.
- Τώρα πια είναι κανονικός δικηγόρος.
- ⮡ Now he is a fully fledged lawyer.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- fully fledged - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 412. ISBN 9780194325684., λήμμα: κανονικός