Ετυμολογία

επεξεργασία
fully fledged < → δείτε τις λέξεις fully και fledged

  Επίθετο

επεξεργασία

fully fledged (en) (βρετανικά αγγλικά)

  • κανονικός, πλήρως ανεπτυγμένος
    ⮡  Now he is a fully fledged lawyer.
    Τώρα πια είναι κανονικός δικηγόρος.

Άλλες μορφές

επεξεργασία