φροντιστηριακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φροντιστηριακός < φροντιστήριο + -ακός
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαφροντιστηριακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με φροντιστήριο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά
επεξεργασία- φροντιστηριακά
- → δείτε τις λέξεις φροντιστήριο και φροντίδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία φροντιστηριακός
|