φροντιστήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φροντιστήριο | τα | φροντιστήρια |
γενική | του | φροντιστήριου & φροντιστηρίου |
των | φροντιστήριων & φροντιστηρίων |
αιτιατική | το | φροντιστήριο | τα | φροντιστήρια |
κλητική | φροντιστήριο | φροντιστήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- φροντιστήριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φροντιστήρι(ον) + -ο (< φροντίζω, φροντισ- -τήριο), σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική tutorial
- για το γραφείο φροντιστή < αρχαία ελληνική φροντισ(τής) + -τήριον > -τήριο [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fɾon.diˈsti.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρο‐ντι‐στή‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φροντιστήριο ουδέτερο
- (εκπαίδευση)
- ο χώρος και η επιχείρηση στον οποίο γίνονται ειδικά ενισχυτικά μαθήματα σε ομάδες μαθητών ή σπουδαστών
- ⮡ φροντιστήριο μέσης εκπαίδευσης, φροντιστήριο ξένων γλωσσών
- ⮡ Δεν μπορώ να έρθω πριν από τις 7 γιατί 5 με 6.30 έχω φροντιστήριο.
- ※ ..το σχολείο ήταν χτισμένο στις παρυφές της Πάνω Πόλης. Σ'εκείνη την αυλή των θαυμάτων, τη στρωμένη ροχάλες, αποτσίγαρα και πρωτόγονα διαφημιστικά τρικάκια από φροντιστήρια σε μαύρο άσπρο, χειμαζόταν ένα μεγάλο κοπάδι εφήβων. (Ισίδωρος Ζουργός, Ανεμώλια, 2016)
- πανεπιστημιακό ειδικό συμπληρωματικό μάθημα με ασκήσεις, εφαρμογές
- επιπλέον διδακτικές ώρες μαθημάτων/συμπληρωματική διδασκαλία (συνήθως επί πληρωμή) για την ενίσχυση ή προετοιμασία μαθητών/σπουδαστών σε διάφορους τομείς
- → δείτε τη λέξη ιδιαίτερο για μάθημα κατά άτομο σε σπίτι
- (παρωχημένο) ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα του παροικιακού κυρίως ελληνισμού
- ⮡ το Ελληνικόν Φροντιστήριον της Τραπεζούντας και της Ελληνικόν 'Φροντιστήριον της Χερσώνας
- ο χώρος και η επιχείρηση στον οποίο γίνονται ειδικά ενισχυτικά μαθήματα σε ομάδες μαθητών ή σπουδαστών
- (μεταφορικά) προφορικές συμβουλές, συνήθως ενοχλητικές
- χώρος φύλαξης ή αποθήκευσης, το γραφείο του φροντιστή (κύριως στο θέατρο, επίσης στο στρατό)
Συγγενικά
επεξεργασία- φροντιστηριακά (επίρρημα)
- φροντιστηριακός
- → δείτε τις λέξεις φροντίζω και φροντίδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ φροντιστήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία
- φροντιστήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- φροντιστήριο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- φροντιστήριο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- φροντιστήριον σελ.7706-7 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)