φροντιστήριο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φροντιστήριο < αρχαία ελληνική φροντιστήριον < φροντιστής + -τήριον ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική tutorial)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φροντιστήριο ουδέτερο
- επιπλέον μαθήματα (συνήθως επί πληρωμή, αλλά μερικές φορές και στο δημόσιο σχολείο) για την ενίσχυση μαθητών/σπουδαστών/φοιτητών σε διάφορους τομείς (κατά άτομο και στο σπίτι, λέγονται ιδιαίτερα)
- Δεν μπορώ να έρθω πριν από τις 7 γιατί 5 με 6.30 έχω φροντιστήριο
- ο χώρος και η επιχείρηση στον οποίο γίνονται ειδικά ενισχυτικά μαθήματα κατά ομάδες μαθητών
- Φροντιστήριο γενικής παιδείας/μαθηματικών/ θεωρητικής κατεύθυνσης/Αγγλικών κ.λπ.
- τον περασμένο αιώνα φροντιστήριο ονομαζόταν ο χώρος του οικονομικού αξιωματικού στα πολεμικά πλοία -στο φροντιστήριο φυλάσσονταν τα αρχεία και τα οικονομικά έγγραφα
- μετά την επανάσταση του 1821 και μέχρι το 1830 Φροντιστήριο ονομαζόταν το κατοπινό υπουργείο Άμυνας
- Ως φροντιστήριο αναφέρονται τα ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα Τραπεζούντας, Χερσώνος, Βενετίας και άλλων πόλεων επί Τουρκοκρατίας
Επεξεργασία
- φροντιστηριακά
- φροντιστηριακός
- → δείτε τις λέξεις φροντίζω και φροντίδα