tutoring
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- το φροντιστήριο, επιπλέον διδακτικές ώρες μαθημάτων/συμπληρωματική διδασκαλία (συνήθως επί πληρωμή) για την ενίσχυση ή προετοιμασία μαθητών/σπουδαστών σε διάφορους τομείς
- ⮡ private tutoring - ιδιωτικό φροντιστήριο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- tutoring στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία- tutoring - Cambridge Dictionary online