υπερδύναμη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερδύναμη | οι | υπερδυνάμεις |
γενική | της | υπερδύναμης* | των | υπερδυνάμεων |
αιτιατική | την | υπερδύναμη | τις | υπερδυνάμεις |
κλητική | υπερδύναμη | υπερδυνάμεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερδυνάμεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υπερδύναμη < υπερ- + δύναμη, αγγλική superpower
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπερδύναμη θηλυκό
- κράτος με εξαιρετικά μεγάλη πολεμική ή οικονομική ισχύ
- (κόμικς) δύναμη χαρακτήρων (ηρώων) κόμικς που ξεπερνά τις ανθρώπινες δυνάμεις (υπερήρωες)
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερδύναμη