forto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | forto | fortoj |
αιτιατική | forton | fortojn |
forto (eo)
- η δύναμη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | forto | fortoj |
αιτιατική | forton | fortojn |
forto (eo)