perspectif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | perspectif | perspectifs |
θηλυκό | perspective | perspectives |
Επίθετο
επεξεργασίαperspectif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | perspectif | perspectifs |
θηλυκό | perspective | perspectives |
perspectif (fr)