↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προοπτικός η προοπτική το προοπτικό
      γενική του προοπτικού της προοπτικής του προοπτικού
    αιτιατική τον προοπτικό την προοπτική το προοπτικό
     κλητική προοπτικέ προοπτική προοπτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προοπτικοί οι προοπτικές τα προοπτικά
      γενική των προοπτικών των προοπτικών των προοπτικών
    αιτιατική τους προοπτικούς τις προοπτικές τα προοπτικά
     κλητική προοπτικοί προοπτικές προοπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προοπτικός < προοπτική + -ικός[1] ή ελληνιστική κοινή προοπτικός[2] (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική perspectif[2])

  Επίθετο

επεξεργασία

προοπτικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. προοπτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 προοπτικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)