Ετυμολογία

επεξεργασία
avvenire < λατινική advenire

avvenire (it)

  1. συμβαίνει, προκύπτει
  2. εμφανίζομε, φτάνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

avvenire (it)

  1. μέλλον
  2. προοπτική