ασυσκεύαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασυσκεύαστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαασυσκεύαστος, -η, -ο
- ο μη συσκευασμένος, που δεν έχει πακεταριστεί
- ο διευθυντής παραγωγής προσέχει το πακετάρισμα των τροφών,για να μη μείνουν ασυσκεύαστες και χαλάσουν
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασυσκεύαστος