↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συσκευαστής οι συσκευαστές
      γενική του συσκευαστή των συσκευαστών
    αιτιατική τον συσκευαστή τους συσκευαστές
     κλητική συσκευαστή συσκευαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συσκευαστής < συσκευάζω + -τής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συσκευαστής αρσενικό (θηλυκό συσκευάστρια)

  1. (επάγγελμα) κάποιος που συσκευάζει
  2. μηχάνημα που συσκευάζει

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συσκευαστής οἱ συσκευασταί
      γενική τοῦ συσκευαστοῦ τῶν συσκευαστῶν
      δοτική τῷ συσκευαστ τοῖς συσκευασταῖς
    αιτιατική τὸν συσκευαστήν τοὺς συσκευαστᾱ́ς
     κλητική ! συσκευαστᾰ́ συσκευασταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συσκευαστᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  συσκευασταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συσκευαστής < συσκευάζω + -τής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συσκευαστής αρσενικό