αποσυσκευασία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποσυσκευασία < από- + συσκευασία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική unboxing)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποσυσκευασία θηλυκό
- (νεολογισμός) η αφαίρεση (το «άνοιγμα») της συσκευασίας ενός προϊόντος
Συγγενικά
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αποσυσκευασία
|