Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξελέω < ξε- + λέω

  Ρήμα επεξεργασία

ξελέω

  1. αναιρώ κάτι που έχω πει, κάτι που έχω συμφωνήσει ή που έχω υποσχεθεί
    είπα, ξείπα

  Μεταφράσεις επεξεργασία