Ετυμολογία

επεξεργασία
ξελέω < ξε- + λέω

ξελέω

  1. αναιρώ κάτι που έχω πει, κάτι που έχω συμφωνήσει ή που έχω υποσχεθεί
    είπα, ξείπα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία