transition
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαtransition < λατινική transitio
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɹænˈsɪ.ʒən/ (ΗΒ)
- ΔΦΑ : /tɹænˈsɪ.ʃ(ə)n/ (ΗΠΑ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtransition (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαtransition < λατινική transitio
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tʁɑ̃.zi.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
transition | transitions |
transition (fr) θηλυκό