transition
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαtransition < λατινική transitio
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɹænˈsɪ.ʒən/ (ΗΒ)
- ΔΦΑ : /tɹænˈsɪ.ʃ(ə)n/ (ΗΠΑ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
transition | transitions |
transition (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η μετάβαση
- ⮡ The transition to the new job went smoothly.
- Η μετάβαση στην καινούρια δουλειά έγινε ομαλά.
- ⮡ How did the transition from dictatorship to democracy happen?
- Πώς έγινε η μετάβαση από τη δικτατορία στην δημοκρατία;
- ⮡ When was the transition from Antiquity to the Middle Ages?
- Πότε έγινε η μετάβαση από την Αρχαιότητα στον Μεσαίωνα;
- ⮡ The transition to the new job went smoothly.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | transition |
γ΄ ενικό ενεστώτα | transitions |
αόριστος | transitioned |
παθητική μετοχή | transitioned |
ενεργητική μετοχή | transitioning |
transition (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μεταβάλλω, μετατρέπω, γυρίζω, αλλάζω από τη μια κατάσταση στην άλλη
- ⮡ His fears slowly transitioned into curiosity.
- Οι φόβοι του μεταβλήθηκε σιγά σιγά σε περιέργεια.
- ⮡ They decided to transition the farm to organic.
- Αποφάσισαν να μετατρέψουν τη φάρμα σε βιολογική.
- ⮡ Suddenly the conversation transitioned to politics.
- Ξαφνικά η κουβέντα γύρισε στα πολιτικά.
- ⮡ Almost every country in the world has made the decision to transition away from fossil fuels.
- Σχεδόν κάθε χώρα στον κόσμο έχει πάρει την απόφαση να απομακρυνθεί από τα ορυκτά καύσιμα.
- ⮡ His fears slowly transitioned into curiosity.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαtransition < λατινική transitio
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tʁɑ̃.zi.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
transition | transitions |
transition (fr) θηλυκό