transitionnel
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | transitionnel | transitionnels |
θηλυκό | transitionnelle | transitionnelles |
Επίθετο
επεξεργασίαtransitionnel (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | transitionnel | transitionnels |
θηλυκό | transitionnelle | transitionnelles |
transitionnel (fr)