de-escalate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | de-escalate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | de-escalates |
αόριστος | de-escalated |
παθητική μετοχή | de-escalated |
ενεργητική μετοχή | de-escalating |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαde-escalate (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αποκλιμακώνω
- ↪ With the cancellation of the Turkish exercise the tension in the Aegean de-escalated.
- Με τη ματαίωση της τουρκικής άσκησης αποκλιμακώθηκε η ένταση στο Αιγαίο.
- ↪ With the cancellation of the Turkish exercise the tension in the Aegean de-escalated.