Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας de-escalate
γ΄ ενικό ενεστώτα de-escalates
αόριστος de-escalated
παθητική μετοχή de-escalated
ενεργητική μετοχή de-escalating

  Ετυμολογία επεξεργασία

de-escalate < de- + escalate

  Ρήμα επεξεργασία

de-escalate (en)

Αντώνυμα επεξεργασία