ενεστώτας grow up
γ΄ ενικό ενεστώτα grows up
αόριστος grew up
παθητική μετοχή grown up
ενεργητική μετοχή growing up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
grow up < → δείτε τις λέξεις grow και up

grow up (en)

  • (αμετάβατο) μεγαλώνω, για άνθρωπο, εξελίσσομαι σε ενήλικο
    As you grow up, you’ll understand.
    Θα καταλάβεις μεγαλώνοντας.
    What will you be when you grow up?
    Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;
    We are friends because we grew up together.
    Είμαστε φίλοι, γιατί μεγαλώσαμε μαζί.