μυριάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /miɾˈʝa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυ‐ριά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαμυριάζω, αόρ.: μύριασα, χωρίς παθητική φωνή (δημοτική)
- αυξάνομαι σε μύριους
- (γενικότερα) πληθαίνω, γίνομαι πολυπληθέστατος
- ※ θα σε ρωτήσω, πεθερά, θα σε ρωτήσω, η μάννα,
το τίνος είν’ τα πρόβατα ταργυροκουδουνάτα,
πού χίλιασαν και μύριασαν και γέμισαν οι ράχαις;
—Δικά μας είναι, νύφη μου, δικά μας, μαυρομάτα.- Της Αγάπης, 104, σελ.148@archive - ⌘ Νικόλαος Πολίτης, Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Εν Αθήναις: Τυπογραφείον Εστία, 1914 @archive
- ※ θα σε ρωτήσω, πεθερά, θα σε ρωτήσω, η μάννα,
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μυριάζω | μύριαζα | θα μυριάζω | να μυριάζω | μυριάζοντας | |
β' ενικ. | μυριάζεις | μύριαζες | θα μυριάζεις | να μυριάζεις | μύριαζε | |
γ' ενικ. | μυριάζει | μύριαζε | θα μυριάζει | να μυριάζει | ||
α' πληθ. | μυριάζουμε | μυριάζαμε | θα μυριάζουμε | να μυριάζουμε | ||
β' πληθ. | μυριάζετε | μυριάζατε | θα μυριάζετε | να μυριάζετε | μυριάζετε | |
γ' πληθ. | μυριάζουν(ε) | μύριαζαν μυριάζαν(ε) |
θα μυριάζουν(ε) | να μυριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μύριασα | θα μυριάσω | να μυριάσω | μυριάσει | ||
β' ενικ. | μύριασες | θα μυριάσεις | να μυριάσεις | μύριασε | ||
γ' ενικ. | μύριασε | θα μυριάσει | να μυριάσει | |||
α' πληθ. | μυριάσαμε | θα μυριάσουμε | να μυριάσουμε | |||
β' πληθ. | μυριάσατε | θα μυριάσετε | να μυριάσετε | μυριάστε | ||
γ' πληθ. | μύριασαν μυριάσαν(ε) |
θα μυριάσουν(ε) | να μυριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μυριάσει | είχα μυριάσει | θα έχω μυριάσει | να έχω μυριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις μυριάσει | είχες μυριάσει | θα έχεις μυριάσει | να έχεις μυριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει μυριάσει | είχε μυριάσει | θα έχει μυριάσει | να έχει μυριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μυριάσει | είχαμε μυριάσει | θα έχουμε μυριάσει | να έχουμε μυριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε μυριάσει | είχατε μυριάσει | θα έχετε μυριάσει | να έχετε μυριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μυριάσει | είχαν μυριάσει | θα έχουν μυριάσει | να έχουν μυριάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μυριάζω
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .