Ετυμολογία

επεξεργασία
μυριάζω < μύρι(οι) + -άζω

μυριάζω, αόρ.: μύριασα, χωρίς παθητική φωνή (δημοτική)

  1. αυξάνομαι σε μύριους
  2. (γενικότερα) πληθαίνω, γίνομαι πολυπληθέστατος
      θα σε ρωτήσω, πεθερά, θα σε ρωτήσω, η μάννα,
    το τίνος είν’ τα πρόβατα ταργυροκουδουνάτα,
    πού χίλιασαν και μύριασαν και γέμισαν οι ράχαις;
    —Δικά μας είναι, νύφη μου, δικά μας, μαυρομάτα.
    Της Αγάπης, 104, σελ.148@archive -  Νικόλαος Πολίτης, Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Εν Αθήναις: Τυπογραφείον Εστία, 1914 @archive

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία