χιλιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χιλιάζω < χιλιάζω, ρήμα της μεταγενέστερης ελληνικής < αρχαία ελληνική χιλιόω-χιλιῶ
Ρήμα
επεξεργασίαχιλιάζω
- γίνομαι χιλίων ετών, μακροημερεύω
- να τα χιλιάσεις: ευχή σε κάποιον που έχει γενέθλια
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χιλιάζω | χίλιαζα | θα χιλιάζω | να χιλιάζω | χιλιάζοντας | |
β' ενικ. | χιλιάζεις | χίλιαζες | θα χιλιάζεις | να χιλιάζεις | χίλιαζε | |
γ' ενικ. | χιλιάζει | χίλιαζε | θα χιλιάζει | να χιλιάζει | ||
α' πληθ. | χιλιάζουμε | χιλιάζαμε | θα χιλιάζουμε | να χιλιάζουμε | ||
β' πληθ. | χιλιάζετε | χιλιάζατε | θα χιλιάζετε | να χιλιάζετε | χιλιάζετε | |
γ' πληθ. | χιλιάζουν(ε) | χίλιαζαν χιλιάζαν(ε) |
θα χιλιάζουν(ε) | να χιλιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χίλιασα | θα χιλιάσω | να χιλιάσω | χιλιάσει | ||
β' ενικ. | χίλιασες | θα χιλιάσεις | να χιλιάσεις | χίλιασε | ||
γ' ενικ. | χίλιασε | θα χιλιάσει | να χιλιάσει | |||
α' πληθ. | χιλιάσαμε | θα χιλιάσουμε | να χιλιάσουμε | |||
β' πληθ. | χιλιάσατε | θα χιλιάσετε | να χιλιάσετε | χιλιάστε | ||
γ' πληθ. | χίλιασαν χιλιάσαν(ε) |
θα χιλιάσουν(ε) | να χιλιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χιλιάσει | είχα χιλιάσει | θα έχω χιλιάσει | να έχω χιλιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις χιλιάσει | είχες χιλιάσει | θα έχεις χιλιάσει | να έχεις χιλιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει χιλιάσει | είχε χιλιάσει | θα έχει χιλιάσει | να έχει χιλιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χιλιάσει | είχαμε χιλιάσει | θα έχουμε χιλιάσει | να έχουμε χιλιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε χιλιάσει | είχατε χιλιάσει | θα έχετε χιλιάσει | να έχετε χιλιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χιλιάσει | είχαν χιλιάσει | θα έχουν χιλιάσει | να έχουν χιλιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία χιλιάζω
|