Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική               
      γενική
    αιτιατική
     κλητική
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μύριοι οι μύριες τα μύρια
      γενική των μύριων
μυρίων
των μύριων
μυρίων
των μύριων
μυρίων
    αιτιατική τους μύριους
μυρίους
τις μύριες τα μύρια
     κλητική μύριοι μύριες μύρια
Αριθμητικό επίθετο χωρίς ενικό. Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «πλάγιος» - Παράρτημα:Αριθμητικά

  Προφορά 1 επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmir.i.i/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μύ‐ρι‐οι

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

μύριοι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μύριοι. Συγκρίνετε με την ετυμολογία της #Προφοράς με συνίζηση

  Επίθετο 1 επεξεργασία

μύριοι, -ες, -α (αριθμητικό επίθετο) μόνο στον πληθυντικό

Εκφράσεις επεξεργασία

  Προφορά 2 επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmir.ʝi/ (με συνίζηση)
τυπογραφικός συλλαβισμός: μύ‐ριοι

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

μύριοι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μύριοι. Συγκρίνετε με την ετυμολογία της #Προφοράς χωρίς συνίζηση

  Επίθετο 2 επεξεργασία

μύριοι, -ες, -α μόνο στον πληθυντικό

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

και

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική               
      γενική
      δοτική
    αιτιατική
     κλητική !
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ μύριοι αἱ μύριαι τὰ μύρι
      γενική τῶν μυρίων τῶν μυρίων τῶν μυρίων
      δοτική τοῖς μυρίοις ταῖς μυρίαις τοῖς μυρίοις
    αιτιατική τοὺς μυρίους τὰς μυρίᾱς τὰ μύρι
     κλητική ! μύριοι μύριαι μύρι
Αριθμητικό επίθετο χωρίς ενικό.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Αριθμητικά

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία