μύριοι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ||||||
γενική | ||||||
αιτιατική | ||||||
κλητική | ||||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μύριοι | οι | μύριες | τα | μύρια |
γενική | των | μύριων & μυρίων |
των | μύριων & μυρίων |
των | μύριων & μυρίων |
αιτιατική | τους | μύριους & μυρίους |
τις | μύριες | τα | μύρια |
κλητική | μύριοι | μύριες | μύρια | |||
Αριθμητικό επίθετο χωρίς ενικό. Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι. | ||||||
Κατηγορία όπως «πλάγιος» - Παράρτημα:Αριθμητικά |
Προφορά 1
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmir.i.i/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μύ‐ρι‐οι
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- μύριοι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μύριοι. Συγκρίνετε με την ετυμολογία της #Προφοράς με συνίζηση
Επίθετο 1
επεξεργασίαμύριοι, -ες, -α (αριθμητικό επίθετο) μόνο στον πληθυντικό
- (απόλυτο αριθμητικό, αρχαιοπρεπές) δέκα χιλιάδες (10.000)
- ↪ Στο έργο του Ξενοφώντα «Κύρου ἀνάβασις» περιγράφεται η περίφημη «κάθοδος των μυρίων» προς τη Μαύρη Θάλασσα.
- (μεταφορικά) όπως στην #Προφορά με συνίζηση
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠροφορά 2
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmir.ʝi/ (με συνίζηση)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μύ‐ριοι
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- μύριοι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μύριοι. Συγκρίνετε με την ετυμολογία της #Προφοράς χωρίς συνίζηση
Επίθετο 2
επεξεργασίαμύριοι, -ες, -α μόνο στον πληθυντικό
- (μεταφορικά) πάρα πολλοί, αναρίθμητοι
- ↪ Χίλιοι μύριοι καλογέροι, σ' ένα ράσο τυλιγμένοι. Τι είναι; Το ρόδι.
- ≈ συνώνυμα: αναρίθμητοι, πολυάριθμοι
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- μυριο-, μυρι-, μυρια- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα μυριο- στο Βικιλεξικό
και
- εκατομμύριο & συγγενικά
- δισεκατομμύριο & συγγενικά
- μυριάδα
- μυριαίνω
- μυριάκις
- μυριοπλάσιος
- μυριοστός
- πολυεκατομμυριούχος
- τρισεκατομμύριο & συγγενικά
- τρισμύριοι
Μεταφράσεις
επεξεργασία μονολεκτικά: 10.000
μεταφορικά: πάρα πολλοί
|
Πηγές
επεξεργασία- μύριοι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μύριοι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ||||||
γενική | ||||||
δοτική | ||||||
αιτιατική | ||||||
κλητική ὦ! | ||||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | μύριοι | αἱ | μύριαι | τὰ | μύριᾰ |
γενική | τῶν | μυρίων | τῶν | μυρίων | τῶν | μυρίων |
δοτική | τοῖς | μυρίοις | ταῖς | μυρίαις | τοῖς | μυρίοις |
αιτιατική | τοὺς | μυρίους | τὰς | μυρίᾱς | τὰ | μύριᾰ |
κλητική ὦ! | μύριοι | μύριαι | μύριᾰ | |||
Αριθμητικό επίθετο χωρίς ενικό. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Αριθμητικά |
Πηγές
επεξεργασία- μύριοι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μύριοι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.