μυριο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μυριο- < αρχαία ελληνική μυριο- < μύριοι / μυρίος
Πρόθημα
επεξεργασίαμυριο-
- αʹ συνθετικό που δίνει στη σύνθετη λέξη τη σημασία ότι αυτό που δηλώνει το βʹ συνθετικό γίνεται πολλές φορές, σε μεγάλο βαθμό ή υφίσταται σε πολλά αντίτυπα ή εκδοχές
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μυριο-
|