μυριόπλουτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μυριόπλουτος < μεσαιωνική ελληνική μυριόπλουτος < αρχαία ελληνική μυριο- + πλοῦτος
Επίθετο επεξεργασία
μυριόπλουτος
- (λόγιο) ο πάμπλουτος
Μεταφράσεις επεξεργασία
μυριόπλουτος
|
μυριόπλουτος
|