μυριοστόλιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /miɾ.ʝoˈsto.li.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυ‐ριο‐στό‐λι‐στος
Επίθετο επεξεργασία
μυριοστόλιστος
- (λογοτεχνικό) που τον έχουν στολίσει πολύ
- ※ Τοῦτον τὸν πετροβούναρο ποῦ ξάστερος ψηλόνει | μὲ τὲς πολλὲς λαμπρὲς κορφὲς ποῦ ἡ κάθε μιά τους σώνει | τὸν οὐρανό, μὲ χρώματα κάθε λογῆς καὶ χάρη | γεμᾶτος, μέταλλα ἄμετρα καὶ πετραδιῶ λογάρι | φορῶντας, μυριοστόλιστος σὰ φλάμπουρο στημένος | τοῦ τριςμεγάλου ρουμανιοῦ, παντοῦ κατοικημένος.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μυριοστόλιστος
|