Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυριόστομος η μυριόστομη το μυριόστομο
      γενική του μυριόστομου της μυριόστομης του μυριόστομου
    αιτιατική τον μυριόστομο τη μυριόστομη το μυριόστομο
     κλητική μυριόστομε μυριόστομη μυριόστομο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυριόστομοι οι μυριόστομες τα μυριόστομα
      γενική των μυριόστομων των μυριόστομων των μυριόστομων
    αιτιατική τους μυριόστομους τις μυριόστομες τα μυριόστομα
     κλητική μυριόστομοι μυριόστομες μυριόστομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυριόστομος < μεσαιωνική ελληνική μυριόστομος < μυριο- + στόμα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mirˈʝo.sto.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μυ‐ριό‐στο‐μος

  Επίθετο επεξεργασία

μυριόστομος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία