μυριόστομος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μυριόστομος < μεσαιωνική ελληνική μυριόστομος < μυριο- + στόμα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mirˈʝo.sto.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυ‐ριό‐στο‐μος
Επίθετο επεξεργασία
μυριόστομος, -η, -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μυριόστομος
|