μυριάκριβος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μυριάκριβος < μεσαιωνική ελληνική μυριάκριβος < αρχαία ελληνική μύριοι + μεσαιωνική ελληνική ἀκριβός < αρχαία ελληνική ἀκριβής
Επίθετο επεξεργασία
μυριάκριβος
Μεταφράσεις επεξεργασία
μυριάκριβος
|