Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Μεγάλος Αδελφός
      γενική του Μεγάλου Αδελφού
    αιτιατική τον Μεγάλο Αδελφό
     κλητική Μεγάλε Αδελφέ
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μεγάλος Αδελφός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Big Brother < από τον υποτιθέμενο ηγέτη της Ωκεανίας στο μυθιστόρημα 1984 του Τζορτζ Όργουελ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /meˈɣa.los a.ðelˈfos/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μεγάλος Αδελφός αρσενικό, μόνο στον ενικό

  1. η αναίτια, παρεμβατική και αδιάκριτη παρακολούθηση και συλλογή δεδομένων, ιδίως ενός λαού από την κυβέρνησή του
    ※ Η αναγνώριση προσώπου είναι ένα από τα πιο προβεβλημένα παραδείγματα της τεχνητής νοημοσύνης, καθώς ξυπνά την ανησυχία για έναν «Μεγάλο Αδελφό» που κατασκοπεύει όλες τις κινήσεις των πολιτών.
    Η Ευρωπαϊκή Ένωση στη μάχη της τεχνητής νοημοσύνης, Η Καθημερινή, 19 Φεβρουαρίου 2020
  2. (κατ’ επέκταση) οποιαδήποτε μορφή που αντιπροσωπεύει τον συνεχή καταπιεστικό έλεγχο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • αδελφόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)