μεγαλουργώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεγαλουργώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεγαλουργῶ[1][2][3] (κλίση -έω, *μεγαλουργέω < *μεγαλοεργέω) < μεγαλουργός. Μορφολογικά αναλύεται σε μεγαλ- + -ουργώ.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.ɣa.luɾˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐λα‐λουρ‐γώ
Ρήμα
επεξεργασίαμεγαλουργώ, αόρ.: μεγαλούργησα (χωρίς παθητική φωνή)
- δημιουργώ κάτι εξαιρετικά σημαντικό, κατορθώνω κατι αξιοσημείωτο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις μεγάλος και έργο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεγαλουργώ | μεγαλουργούσα | θα μεγαλουργώ | να μεγαλουργώ | μεγαλουργώντας | |
β' ενικ. | μεγαλουργείς | μεγαλουργούσες | θα μεγαλουργείς | να μεγαλουργείς | ||
γ' ενικ. | μεγαλουργεί | μεγαλουργούσε | θα μεγαλουργεί | να μεγαλουργεί | ||
α' πληθ. | μεγαλουργούμε | μεγαλουργούσαμε | θα μεγαλουργούμε | να μεγαλουργούμε | ||
β' πληθ. | μεγαλουργείτε | μεγαλουργούσατε | θα μεγαλουργείτε | να μεγαλουργείτε | μεγαλουργείτε | |
γ' πληθ. | μεγαλουργούν(ε) | μεγαλουργούσαν(ε) | θα μεγαλουργούν(ε) | να μεγαλουργούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μεγαλούργησα | θα μεγαλουργήσω | να μεγαλουργήσω | μεγαλουργήσει | ||
β' ενικ. | μεγαλούργησες | θα μεγαλουργήσεις | να μεγαλουργήσεις | μεγαλούργησε | ||
γ' ενικ. | μεγαλούργησε | θα μεγαλουργήσει | να μεγαλουργήσει | |||
α' πληθ. | μεγαλουργήσαμε | θα μεγαλουργήσουμε | να μεγαλουργήσουμε | |||
β' πληθ. | μεγαλουργήσατε | θα μεγαλουργήσετε | να μεγαλουργήσετε | μεγαλουργήστε | ||
γ' πληθ. | μεγαλούργησαν μεγαλουργήσαν(ε) |
θα μεγαλουργήσουν(ε) | να μεγαλουργήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μεγαλουργήσει | είχα μεγαλουργήσει | θα έχω μεγαλουργήσει | να έχω μεγαλουργήσει | ||
β' ενικ. | έχεις μεγαλουργήσει | είχες μεγαλουργήσει | θα έχεις μεγαλουργήσει | να έχεις μεγαλουργήσει | ||
γ' ενικ. | έχει μεγαλουργήσει | είχε μεγαλουργήσει | θα έχει μεγαλουργήσει | να έχει μεγαλουργήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μεγαλουργήσει | είχαμε μεγαλουργήσει | θα έχουμε μεγαλουργήσει | να έχουμε μεγαλουργήσει | ||
β' πληθ. | έχετε μεγαλουργήσει | είχατε μεγαλουργήσει | θα έχετε μεγαλουργήσει | να έχετε μεγαλουργήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μεγαλουργήσει | είχαν μεγαλουργήσει | θα έχουν μεγαλουργήσει | να έχουν μεγαλουργήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μεγαλουργώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ μεγαλουργώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)