μεγαλουργός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεγαλουργός < (ελληνιστική κοινή) μεγαλουργός < μέγας + ἔργον
Επίθετο
επεξεργασίαμεγαλουργός
- που κάνει κάτι εξαίσιο, που μεγαλουργεί, που το έργο του είναι αριστουργηματικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεγαλουργός
|