↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεγαλουργός η μεγαλουργή το μεγαλουργό
      γενική του μεγαλουργού της μεγαλουργής του μεγαλουργού
    αιτιατική τον μεγαλουργό τη μεγαλουργή το μεγαλουργό
     κλητική μεγαλουργέ μεγαλουργή μεγαλουργό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεγαλουργοί οι μεγαλουργές τα μεγαλουργά
      γενική των μεγαλουργών των μεγαλουργών των μεγαλουργών
    αιτιατική τους μεγαλουργούς τις μεγαλουργές τα μεγαλουργά
     κλητική μεγαλουργοί μεγαλουργές μεγαλουργά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεγαλουργός < (ελληνιστική κοινήμεγαλουργός < μέγας + ἔργον

  Επίθετο

επεξεργασία

μεγαλουργός

  • που κάνει κάτι εξαίσιο, που μεγαλουργεί, που το έργο του είναι αριστουργηματικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία