Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μεγαλουργία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μεγαλουργί
α
οι
μεγαλουργί
ες
γενική
της
μεγαλουργί
ας
των
μεγαλουργι
ών
αιτιατική
τη
μεγαλουργί
α
τις
μεγαλουργί
ες
κλητική
μεγαλουργί
α
μεγαλουργί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μεγαλουργία
<
μεγαλ(ος)
+
-ουργία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μεγαλουργία
θηλυκό
η υλοποίηση σημαντικών / μεγάλων έργων, το να
μεγαλουργεί
κανείς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεγαλουργία