Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεγαλουργία οι μεγαλουργίες
      γενική της μεγαλουργίας των μεγαλουργιών
    αιτιατική τη μεγαλουργία τις μεγαλουργίες
     κλητική μεγαλουργία μεγαλουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεγαλουργία < μεγαλ(ος) + -ουργία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεγαλουργία θηλυκό

  • η υλοποίηση σημαντικών / μεγάλων έργων, το να μεγαλουργεί κανείς

  Μεταφράσεις επεξεργασία