προ πολλού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προ πολλού < → δείτε τις λέξεις προ και πολλού, γενική ενικού του αρσενικού πολύς. Εννοείται το ουσιαστικό καιρός
Προφορά
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαπρο πολλού
- εδώ και πολύ καιρό, πριν πολύ καιρό/ώρα
- το γνωρίζουμε αυτό προ πολλού
Άλλες γραφές
επεξεργασία- πρὸ πολλοῦ (πολυτονική γραφή)