Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας guzzle
γ΄ ενικό ενεστώτα guzzles
αόριστος guzzled
παθητική μετοχή guzzled
ενεργητική μετοχή guzzling

  Ρήμα επεξεργασία

guzzle (en)

  1. ρίχνω μέσα μου, καταπίνω κάτι γρήγορα και σε μεγάλες ποσότητες
    It’s phenomenal how much beer he guzzled in a few hours!
    Είναι απίθανο τι μπίρα έριξε μέσα του σε λίγες ώρες!
  2. (επίσης, βρετανική σημασία) χλαπακιάζω, τρώω φαγητό γρήγορα και σε μεγάλες ποσότητες [1]

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 770-771. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ρίχνω