Ετυμολογία

επεξεργασία
χλαπακιάζω < (ηχομιμητική λέξη) χλαπ! + -ακ-ιάζω [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xla.paˈca.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χλα‐πα‐κιά‐ζω

χλαπακιάζω, αόρ.: χλαπάκιασα, παθ.φωνή: χλαπακιάζομαι, π.αόρ.: χλαπακιάστηκα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δε συνδέονται ετυμολογικά η χλαπάτσα ή το χλαπαταγή.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.