Ετυμολογία

επεξεργασία
ντερλικώνω < (άμεσο δάνειο) τουρκική dirlik (πλούσια ζωή, ευημερία) + -ώνω

ντερλικώνω (χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία