Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀπερίκοπος < ἀ- στερητικό + περίκοπος (< αρχαία ελληνική περικόπτω)

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀπερίκοπος

  1. (για τόπο) αδιάβατος, δυσπρόσιτος
  2. παράμερος, απόμακρος
    ※  15ος αιώνας, Μαρίνος Φαλιέρος, Ιστορία και όνειρο, στίχ. 179 (176-180) @georgakas.lit.auth.gr
    Μὲ τῶν ἀστέρων τὴν φωτιὰ ἔπαιρνα σὰν θαράπιο
    κι ἐδῶ κι ἐκεῖ παγαίνοντας μὲ τὴν πιδεξιοσύνη
    μὲ κόπον ἀποσώσαμε καὶ μὲ ἀγαλοσύνη
    εἰς θύραν ἀπερίκοπην, παλιὰ καὶ ἀραχνιασμένη,
    πολλὰ στριφνιὰ καὶ δυνατὰ ὁπού ’τον σφαλισμένη.
    Arnold F. van Gemert (επιμ.), Μαρίνου Φαλιέρου Ερωτικά Όνειρα, κριτική έκδοση με εισαγωγή, σχόλια και λεξιλόγιο [Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, 4], ΜΙΕΤ, Αθήνα 2006.
  3. ανεμπόδιστος, αδιάκοπος
     συνώνυμα: ἀπερίκοπτος

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία