Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγαλοσύνη < ἀγάλ(ι) + -οσύνη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀγαλοσύνη θηλυκό

  1. βραδύτητα, δυσκολία
    ※  15ος αιώνας, Μαρίνος Φαλιέρος, Ιστορία και όνειρο, στίχ. 178 (στίχοι 176-180) @georgakas.lit.auth.gr
    Μὲ τῶν ἀστέρων τὴν φωτιὰ ἔπαιρνα σὰν θαράπιο
    κι ἐδῶ κι ἐκεῖ παγαίνοντας μὲ τὴν πιδεξιοσύνη
    μὲ κόπον ἀποσώσαμε καὶ μὲ ἀγαλοσύνη
    εἰς θύραν ἀπερίκοπην, παλιὰ καὶ ἀραχνιασμένη,
    πολλὰ στριφνιὰ καὶ δυνατὰ ὁπού ’τον σφαλισμένη.
    Arnold F. van Gemert (επιμ.), Μαρίνου Φαλιέρου Ερωτικά Όνειρα, κριτική έκδοση με εισαγωγή, σχόλια και λεξιλόγιο [Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, 4], ΜΙΕΤ, Αθήνα 2006.
  2. ησυχία, ηρεμία, απουσία δυσάρεστων απροόπτων

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία