περιζήτητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιζήτητος < (καθαρεύουσα), ήδη το 1856[1] στο ελληνογαλλικό λεξικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου.[2] Μορφολογικά αναλύεται σε περι- + (ζητώ) ζητη- + -τος κατά το ελληνιστικό περιζήτησις (περιζητῶ/-έω), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική recherché.[3]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈzi.ti.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐ζή‐τη‐τος
Επίθετο επεξεργασία
περιζήτητος, -η, -ο
- που τον αναζητούν, τον αποζητούν πολύ, επιθυμούν να τον αποκτήσουν ή να τον πλησιάσουν
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 796, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ σελ.349@books.google - Βυζάντιος, Σκαρλάτος, Λεξικόν Ελληνο-Γαλλικόν. Εκ του τυπογραφείου Ανδρέου Κορομηλά, 1856, 2η έκδοση (1η:1846).
- ↑ περιζήτητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ περιζήτητος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)