Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πολυπόθητος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πολυπόθητ
ος
η
πολυπόθητ
η
το
πολυπόθητ
ο
γενική
του
πολυπόθητ
ου
της
πολυπόθητ
ης
του
πολυπόθητ
ου
αιτιατική
τον
πολυπόθητ
ο
την
πολυπόθητ
η
το
πολυπόθητ
ο
κλητική
πολυπόθητ
ε
πολυπόθητ
η
πολυπόθητ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πολυπόθητ
οι
οι
πολυπόθητ
ες
τα
πολυπόθητ
α
γενική
των
πολυπόθητ
ων
των
πολυπόθητ
ων
των
πολυπόθητ
ων
αιτιατική
τους
πολυπόθητ
ους
τις
πολυπόθητ
ες
τα
πολυπόθητ
α
κλητική
πολυπόθητ
οι
πολυπόθητ
ες
πολυπόθητ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πολυπόθητος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
πολυπόθητος, -η, -ο
που προκαλεί τον
πόθο
Συνώνυμα
επεξεργασία
επίζηλος
επιθυμητός
πολυαγάπητος
περιπόθητος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πολυπόθητος
αγγλικά
:
much-coveted
(en)
,
coveted
(en)
·
περίφραση
: highly sought-after
γαλλικά
: très
désiré
(fr)