Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυαγάπητος η πολυαγάπητη το πολυαγάπητο
      γενική του πολυαγάπητου της πολυαγάπητης του πολυαγάπητου
    αιτιατική τον πολυαγάπητο την πολυαγάπητη το πολυαγάπητο
     κλητική πολυαγάπητε πολυαγάπητη πολυαγάπητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυαγάπητοι οι πολυαγάπητες τα πολυαγάπητα
      γενική των πολυαγάπητων των πολυαγάπητων των πολυαγάπητων
    αιτιατική τους πολυαγάπητους τις πολυαγάπητες τα πολυαγάπητα
     κλητική πολυαγάπητοι πολυαγάπητες πολυαγάπητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυαγάπητος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πολυαγάπητος. Συγχρονικά αναλύεται σε πολυ- + αγαπητός

  Επίθετο επεξεργασία

πολυαγάπητος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυαγάπητος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πολυαγάπητος. Συγχρονικά αναλύεται σε πολυ- + ἀγαπητός

  Επίθετο επεξεργασία

πολυαγάπητος, -η, -οv

Συνώνυμα επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυαγάπητος < πολυ- + ἀγαπητός

  Επίθετο επεξεργασία

πολυαγάπητος, -η, -οv

  Πηγές επεξεργασία