↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυφίλητος η πολυφίλητη το πολυφίλητο
      γενική του πολυφίλητου της πολυφίλητης του πολυφίλητου
    αιτιατική τον πολυφίλητο την πολυφίλητη το πολυφίλητο
     κλητική πολυφίλητε πολυφίλητη πολυφίλητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυφίλητοι οι πολυφίλητες τα πολυφίλητα
      γενική των πολυφίλητων των πολυφίλητων των πολυφίλητων
    αιτιατική τους πολυφίλητους τις πολυφίλητες τα πολυφίλητα
     κλητική πολυφίλητοι πολυφίλητες πολυφίλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυφίλητος < ελληνιστική κοινή πολυφίλητος[1] [2] < αρχαία ελληνική πολύς + φιλητός < φιλέω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /po.liˈfi.li.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λυ‐φί‐λη‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

πολυφίλητος, -η, -ο

  • (λόγιο) ο πολύ αγαπητός
    ※  Μῆτερ πολυφίλητος, πόσος παρῆλθε χρόνος καὶ τὴν ὅψην σου δέν εἴδον τήν γλυκεῖαν (Ι.Α.Π. Μαυρομιχάλης, Κοριολάνος, Δράμα διδαχθέν το πρώτον από της εν Αθήναις Εθνικής Σκηνής τον Ιανουάριον του 1868, τυπογρ. Ν. Γ. Πάσσαρη, Αθήνα, 1868 [1])

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. πολυφίλητος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. πολυφίλητοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)