Δείτε επίσης: ἐπίζηλος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επίζηλος η επίζηλη το επίζηλο
      γενική του επίζηλου της επίζηλης του επίζηλου
    αιτιατική τον επίζηλο την επίζηλη το επίζηλο
     κλητική επίζηλε επίζηλη επίζηλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επίζηλοι οι επίζηλες τα επίζηλα
      γενική των επίζηλων των επίζηλων των επίζηλων
    αιτιατική τους επίζηλους τις επίζηλες τα επίζηλα
     κλητική επίζηλοι επίζηλες επίζηλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επίζηλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίζηλος[1] < ἐπί + αρχαία ελληνική ζῆλος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈpi.zi.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πί‐ζη‐λος

  Επίθετο επεξεργασία

επίζηλος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία