επίζηλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | επίζηλος | η | επίζηλη | το | επίζηλο |
γενική | του | επίζηλου | της | επίζηλης | του | επίζηλου |
αιτιατική | τον | επίζηλο | την | επίζηλη | το | επίζηλο |
κλητική | επίζηλε | επίζηλη | επίζηλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | επίζηλοι | οι | επίζηλες | τα | επίζηλα |
γενική | των | επίζηλων | των | επίζηλων | των | επίζηλων |
αιτιατική | τους | επίζηλους | τις | επίζηλες | τα | επίζηλα |
κλητική | επίζηλοι | επίζηλες | επίζηλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επίζηλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίζηλος[1] < ἐπί + αρχαία ελληνική ζῆλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈpi.zi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πί‐ζη‐λος
Επίθετο
επεξεργασίαεπίζηλος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ζηλεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία επίζηλος
→ δείτε τις λέξεις αξιοζήλευτος και ζηλευτός |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ επίζηλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας