Δείτε επίσης: επίζηλος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐπίζηλος τὸ ἐπίζηλον
      γενική τοῦ/τῆς ἐπιζήλου τοῦ ἐπιζήλου
      δοτική τῷ/τῇ ἐπιζήλ τῷ ἐπιζήλ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐπίζηλον τὸ ἐπίζηλον
     κλητική ! ἐπίζηλε ἐπίζηλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐπίζηλοι τὰ ἐπίζηλ
      γενική τῶν ἐπιζήλων τῶν ἐπιζήλων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐπιζήλοις τοῖς ἐπιζήλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐπιζήλους τὰ ἐπίζηλ
     κλητική ! ἐπίζηλοι ἐπίζηλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπιζήλω τὼ ἐπιζήλω
      γεν-δοτ τοῖν ἐπιζήλοιν τοῖν ἐπιζήλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπίζηλος < ἐπί- + -ζηλος (ζῆλος)

  Επίθετο επεξεργασία

ἐπίζηλος, -ος, -ον

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία