περιαυχένιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιαυχένιος < αρχαία ελληνική περιαυχένιος < αὐχένιος < αὐχήν
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.ɾi.afˈçe.ni.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐αυ‐χέ‐νι‐ος
Επίθετο
επεξεργασίαπεριαυχένιος, -α, -ο
- (λόγιο) που βρίσκεται ή τοποθετείται γύρω από τον λαιμό
Συγγενικά
επεξεργασία- αυχένιος
- επαυχένιος
- → δείτε τις λέξεις , περί και αυχένας
Μεταφράσεις
επεξεργασία περιαυχένιος
|
Πηγές
επεξεργασία- Όροι με αυχένιος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)