↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επαυχένιος η επαυχένια το επαυχένιο
      γενική του επαυχένιου της επαυχένιας του επαυχένιου
    αιτιατική τον επαυχένιο την επαυχένια το επαυχένιο
     κλητική επαυχένιε επαυχένια επαυχένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επαυχένιοι οι επαυχένιες τα επαυχένια
      γενική των επαυχένιων των επαυχένιων των επαυχένιων
    αιτιατική τους επαυχένιους τις επαυχένιες τα επαυχένια
     κλητική επαυχένιοι επαυχένιες επαυχένια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επαυχένιος < αρχαία ελληνική ἐπαυχένιος < αὐχένιος < αὐχήν

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pafˈçe.ni.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐παυ‐χέ‐νι‐ος

  Επίθετο

επεξεργασία

επαυχένιος, -α, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία