επαυχένιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επαυχένιος < αρχαία ελληνική ἐπαυχένιος < αὐχένιος < αὐχήν
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.pafˈçe.ni.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐παυ‐χέ‐νι‐ος
Επίθετο επεξεργασία
επαυχένιος, -α, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
- αυχένιος
- περιαυχένιος
- → δείτε τις λέξεις , περί και αυχένας
Μεταφράσεις επεξεργασία
επαυχένιος
|
Πηγές επεξεργασία
- λήγουν σε -αυχένιος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)