periodical
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαperiodical (en)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
periodical | periodicals |
periodical (en)
- περιοδικό, περιοδική έκδοση
periodical (en)
ενικός | πληθυντικός |
periodical | periodicals |
periodical (en)