κόμικ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κόμικ < αγγλική comics, πληθυντικός αριθμός του comic < λατινικά comicus < αρχαία ελληνικά κωμικός < κῶμος (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακόμικ ουδέτερο άκλιτο
- άλλη μορφή του κόμικς
Μεταφράσεις
επεξεργασία κόμικ
|