posture
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
posture | postures |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαposture (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η στάση, η θέση του σώματός μου όταν στέκομαι ή κάθομαι
- ⮡ upright posture - όρθια στάση
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαposture (fr) θηλυκό
- η στάση