ενικός         πληθυντικός  
reaction reactions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

reaction (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αντίδραση, αυτό που κάνω, λέω ή σκέφτομαι ως αποτέλεσμα κάτι που έχει συμβεί
    ⮡  action and reaction - δράση και αντίδραση
    ⮡  What was his reaction to our proposal?
    Ποια ήταν η αντίδρασή του στην πρότασή μας;
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, χημεία) η αντίδραση
    ⮡  a chain/nuclear/chemical reaction - αλυσιδωτή/πυρηνική/χημική αντίδραση

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία