reaction
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
reaction | reactions |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαreaction (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αντίδραση, αυτό που κάνω, λέω ή σκέφτομαι ως αποτέλεσμα κάτι που έχει συμβεί
- ⮡ action and reaction - δράση και αντίδραση
- ⮡ What was his reaction to our proposal?
- Ποια ήταν η αντίδρασή του στην πρότασή μας;
- ⮡ The audience’s reactions were in line with our expectations.
- Οι αντιδράσεις του κοινού ήταν αντίστοιχες με τις προσδοκίες μας.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, χημεία) η αντίδραση
- ⮡ a chain/nuclear/chemical reaction - αλυσιδωτή/πυρηνική/χημική αντίδραση