Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
chain reaction chain reactions

  Ετυμολογία επεξεργασία

chain reaction < → δείτε τις λέξεις chain και reaction

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

chain reaction (en)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία